Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Kύκνειο άσμα

Σύμφωνα με την παράδοση, ο κύκνος που δεν έχει πολύ καλή φωνή, όταν αισθανθεί πως θα πεθάνει, κελαηδάει πολύ γλυκά. Η παρακάτω ιστορία δεν έχει καμία σχέση με κύκνο, ρεαλιστικά τουλάχιστον.
Είναι μια ιστορία που θα λέγαμε την “ποτίσαμε” λίγη υπερβολή αυτό όμως δεν την κάνει ψεύτικη. Γενικά είναι μια ιστορία που μπορεί να μου έτυχε, να σου έτυχε, είναι απλά να μην σου τύχει...

 Ξύπνησε αν και είχε λίγη ώρα που ξάπλωσε. Τις τελευταίες μέρες σπάνια κοιμόταν. Ακόμη πιο σπάνια έτρωγε ή έπινε νερό. Μόνη του συντροφιά λίγο ποτό, ένα τσιγάρο που το “γύριζε” με τον εαυτό του και κάποια τραγούδια που μόνο να ερεθίζουν την μνήμη του μπορούσαν.
 Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του και σήκωσε από κάτω ένα πεσμένο μπουκάλι με αλκοόλ. Ξεβίδωσε το πώμα και κατέβασε μια γουλιά, αρκετή για να τον κάψει. Άφησε πάλι το μπουκάλι στο πλάι και πήγε στο μπάνιο. Έσκυψε πάνω από τον νιπτήρα και ένας μεταλλικός ήχος ακούστηκε από τον σταυρό του που χτύπησε στην άκρη. Έπλυνε το πρόσωπο του και ύστερα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Παρατήρησε πως τα γένια του είχαν μεγαλώσει πολύ και τα μαλλιά του ήταν άπλυτα για μέρες. “Δε γαμιέται!” σκέφτηκε από μέσα του και προσπάθησε λίγο να στρώσει τα μαλλιά του.
 Βγήκε από το μπάνιο και κοίταξε το δωμάτιο μπροστά του. Πεταμένα ρούχα παντού, ποτήρια σε κάθε πιθανό σημείο και άπειρα χαρτιά πεταμένα παντού. Κάθισε πάλι στην άκρη του κρεβατιού και έπιασε την φωτογραφία της από το κομοδίνο του. Την έφερε μπροστά του και την κοίταξε για μια στιγμή. Χάιδεψε λίγο την μορφή της και γρήγορα σκούπισε τα μάτια του, πέταξε την φωτογραφία στον τοίχο απέναντι και έπεσε πίσω στο κρεβάτι. Έμεινε για λίγη ώρα εκεί μέχρι που πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε.
 Πήγε ως το γραφείο του και κάθισε στην καρέκλα. Έπιασε τα χαρτάκια του και άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο όσο την σκεφτόταν. Άρχισε να θυμάται όλα εκείνα τα πρωινά που τον ξυπνούσε και εκείνος ζητούσε λίγο ακόμη χρόνο, τις φορές που βγαίνανε και της έπαιρνε παγωτό και μετά εκείνη έτρωγε και από το δικό του ή όλες εκείνες τις φορές που του ζητούσε να της βάλει κάτι ράφια στο δωμάτιο και εκείνος όλο το ξεχνούσε. Άναψε το τσιγάρο του και πήρε μια καυτή τζούρα. Άρχισε να ψάχνει τις φωτογραφίες της και να τις χαζεύει μία μία. Σε όλες ήταν υπέροχη, σε όλες χαμογελούσε. “Αχ αυτό το χαμόγελο σου” σκέφτηκε και χαμογέλασε και εκείνος. Έσβησε το τσιγάρο σε ένα πιάτο που βρήκε εκεί πάνω και σηκώθηκε. Χτύπησε το χέρι του στην ντουλάπα και ένα “γιατί” βγήκε ψιθυριστά από το στόμα του.
  Έξω είχε αρχίσει να βραδιάζει. Τελείωνε το τρίτο του τσιγάρο όταν την είδε να κάθεται στο κρεβάτι και να τον κοιτάζει. Σάστισε όταν την είδε, έσβησε το τσιγάρο του και της χαμογέλασε.
- Τι κάνεις εδώ; ρώτησε εκείνος με τρεμάμενη φωνή.
- Πέρασα να δω πως είσαι, του απάντησε η κοπέλα.
Πρόσεξε πως ήταν κάπως θλιμμένη και τα μάτια της ήταν κάπως πρησμένα, περισσότερο από τα δικά του.
- Σε παρακαλώ θέλω να προσέχεις, του είπε και σηκώθηκε να φύγει.
- Κάτσε λίγο, είπε και έκανε μια κίνηση προς το μέρος της.
Εκείνη χαμογέλασε, περπάτησε προς το μέρος του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Το φιλί της ήταν γλυκό σαν το μέλι και καυτό σαν την φωτιά, μα φυλούσε και μια δόση μοναξιάς μπερδεμένη με τρέλα.
- Σ' αγαπάω χαζέ μου, του ψιθύρισε στο αφτί του και περπάτησε προς την πόρτα.
- Εις το επανιδείν πριγκίπισσα μου θα τα πούμε σε κάποιο άλλο παραμύθι, της απάντησε εκείνος και χαμογέλασε.
Εκείνη έσβησε από μπροστά του και εκείνος έμεινε να χαϊδεύει τα χείλη του. “Δεν είμαι τρελός!” φώναξε και σήκωσε το κομοδίνο και το πέταξε. Εκείνο έσκασε στο πάτωμα με έναν εκκωφαντικό θόρυβο και έσπασε. Ένας σουγιάς πετάχτηκε στα πόδια του από κει μέσα. Έπεσε στα πόδια με τη πλάτη του στον τοίχο, μαζεύτηκε και άρχισε να κλαίει.          Πήρε τον σουγιά στα χέρια του και τον άνοιξε. Οι κόρες των ματιών του μεγάλωσαν απότομα και η καρδιά του άρχισε να χτυπά γρήγορα. Το γέλιο της ηχούσε ακόμη στο μυαλό του και χωρίς να το σκεφτεί άρχισε να σκίζει τις φλέβες του και αίμα να χύνεται από αυτές. Δεν ένοιωθε πόνο, μόνο οργή για τον εαυτό του που την άφησε να φύγει και ένα κενό που δεν μπορούσε να καλύψει.
 Σε λίγη ώρα είχε πέσει δίπλα στο πάτωμα μέσα στα αίματα. Είπε το όνομα της για τελευταία φορά και το είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε. Είχε ακούσει πως τα ηχητικά κύματα δεν χάνονται στον χρόνο παρά μόνο εξασθενούν. Ήθελε να έρθει εκείνη και να μπορέσει να ακούσει το όνομα της πόσο γλυκά το πρόφερε. Πέθανε μετά από λίγο κοιτώντας στον τοίχο απέναντι έναν πίνακα που είχε ζωγραφίσει εκείνη.