Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Όνειρο καλοκαιριού


Μια δέσμη φωτός κατάφερε και πέρασε σαν κλέφτης κι από το τελευταίο εμπόδιο στον δρόμου του και έφτασε στα μάτια της. Άρχισε να της τα ζεσταίνει μέχρι που κατάφερε και τρύπωσε μέσα από τις βλεφαρίδες της στα σκοτεινά της όνειρα και όλα άστραψαν. Έφερε τα χέρια της αργά μπροστά από τα μάτια της και τα έτριψε. Τα μισάνοιξε για μια στιγμή καθώς έκανε λίγο στην άκρη. Ένα γλυκό αεράκι έφτασε στα αφτιά της φέρνοντας μαζί τα τραγούδια όλων των πουλιών. Χαμογέλασε χωρίς να το καταλάβει. Σηκώθηκε αργά και τότε μόνο συνειδητοποίησε πως είχε για κρεβάτι της τις ρίζες ενός μεγάλου δέντρου. Δεν θυμάται πως και πότε έφτασε εκεί, άλλα δεν την ένοιαζε καθόλου καθώς χάζευε την φύση γύρω της. Δέντρα παντού, ψηλά και γερά, έτσι ώστε να χαρίζουν σκιά κάτω από τον καυτό ήλιο. Το έδαφος το ένιωθε μαλακό στα γυμνά της πόδια, ενώ το χορτάρι απλωνόταν παντού γύρω της, αλλού κοντό και αλλού πιο ψηλό, ενώ κάπου, κάποια παρέα θάμνων έδιναν την δική τους πινελιά στον χώρο. Κάπου μακριά φάνηκε και μια μεγάλη πέτρα, σαν βράχος. Φύσηξε πάλι, αυτή τη φορά ο ήχος από ένα γλυκό κελάρυσμα έφτασε στα αφτιά της. Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο, για πρώτη φορά άκουσε το ένστικτο της κι άρχισε να περπατάει. Ανάλαφρο το περπάτημα της, αέρινο. Σαν αερικό γυρνούσε μέσα στο δάσος, αγγίζοντας τους κορμούς των δέντρων, σαν να έψαχνε τον σφυγμό τους να πιάσει. Τα βήματα της την έφεραν μπροστά από ένα ποτάμι. Έκατσε στα γόνατα κι έσκυψε πάνω από τα κρυστάλλινα νερά, είδε το είδωλο της για μια στιγμή, μαλλιά καστανά, ίσια, να πέφτουν από τους ώμους της και οι άκρες τους να ακουμπούν στο νερό. Τα χείλη της σαρκώδη στο χρώμα του ρόδου. Τα μάτια της σκούρο καφέ, θύμιζαν βρεγμένο χώμα. Την εικόνα χάλασαν τα χέρια της καθώς εισέρχονταν στο δροσερό τρεχούμενο νερό. Χούφτα τα χέρια της βγήκαν απότομα από το νερό φέρνοντας το με δύναμη στο πρόσωπο της. Δεν έκλεισε τα μάτια της. Ήθελε να δει αυτήν την μάχη μέχρι να τελειώσει. Το νερό έπεσε με δύναμη πάνω της, ήταν πιο κρύο από όσο νόμιζε. Ένιωσε την δύναμη του να την πλημμυρίζει ολόκληρη. Έκανε ξανά την ίδια κίνηση και ύστερα σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό αφήνοντας μικρά ρυάκια νερού να τρέχουν στον λαιμό της και να συγκεντρώνονται ανάμεσα στα στήθια της. Ένιωσε τόσο δυνατή. Κατέβασε ξανά το βλέμμα της στο νερό. Το ποτάμι είχε φέρει άλλο ένα πρόσωπο δίπλα της. Δεν σάστισε, απλώς έμεινε να κοιτάζει το είδωλο καθώς το είδωλο την κοιτούσε. Χαμογέλασε. Σηκώθηκε και γύρισε προς τα πίσω. Βρέθηκε τόσο κοντά στο πρόσωπο που μπορούσε να νιώσει την ανάσα του.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Στην Χώρα της Αλήθειας

"Μην με βλέπεις απαξιωτικά.
Άσε με να σε αγγίξω, να σε πονέσω.
Τότε θα καταλάβεις αν ζεις ή είσαι νεκρός και δεν στο είπαν ποτέ.
Μην φοβάσαι, χάιδεψε με και μάθε από μένα.
Άφησε με να γίνω ώθηση κάπου ανάμεσα στις αμαρτίες σου και τις επιθυμίες σου.
Κι αν μπορείς, μετουσίωσε με σε έμπνευση. 'Ω θεοί, τί όμορφο που θα ήταν;"
Μου είπε και λυτρώθηκε.
Εγώ απόρησα.

Κι ύστερα έφυγε ο πόνος και ήρθε η έρωτας. Ναι. Η σίγουρα είναι γυναίκα.
'Ένα σμήνος από πεταλούδες πολύχρωμες ήταν γύρω της,
φαντάζομαι αυτές οι γαμημένες που μπαίνουν στο στομάχι μας.
Φλύαρη που λέτε η έρωτας και ξαφνικά έπαψε. Δεν μιλούσε, μόνο κοιτούσε.
Μια θλίψη την κύκλωσε. Προσπάθησα να φωτίσω τον χώρο.
Βεγγαλικά τα μάτια μου και τα δικά της τόσο μαύρα.
Την λυπήθηκα, δεν μπορούσε να ορθοποδήσει μόνη της.
Με κούρασε και την άφησα. Ίσως βρει ανταπόκριση και βοήθεια από αλλού.
Εγώ μάλλον δεν της έκανα. Στα παπάρια μου.

Προχώρησα και είδα την αγάπη από μακρυά. Άρχισα να προχωράω προς το μέρος της.
Γυμνή, κάτω από έναν καταρράκτη από ροδοπέταλα μου χαμογελούσε.
Ήλιο δεν είχε, εκείνη φώτιζε από μακρυά σαν φάρος της Αλεξάνδρειας.
Γύρω της άγρια όλα, άγριοι κισσοί φύτρωναν από μακριά
και κατέληγαν όμορφα τριαντάφυλλα κοντά στα πόδια της.
Άρχιζα να ξεκουμπώνω το πουκάμισο μου, κλειδαριές τα κουμπιά του.
Έβγαζα το κάθε ρούχο μου πιο δύσκολα μα πιο δυνατά.
Αφού όταν τα έβγαλα όλα, κατάλαβα πως ό,τι κρατάς, πίσω σε κρατάει.
Κι είδα σκορπιούς πάνω της και τσακάλια να χορεύουν γύρω της. Μα εκείνη δεν φοβόταν.
Ούτε εγώ. Έτρεξα σαν να μην υπήρχε αύριο και όσο έτρεχα, τόσο δεν την έφτανα.
Σταμάτησα. Δεν κουράστηκα, απλώς κατάλαβα.
Την είδα, την κατάλαβα, την ένιωσα. Θα είναι πάντα εκεί.
Σαν ουράνιο τόξο.


Κι έτσι συνέχισα γυμνός. Ή έτσι νόμιζα.
Προχωρούσα με πληγές στα πόδια και έναν κρύο βοριά να με χτυπά.
Τα βήματα μου με οδήγησαν στο δάσος, που η καρδιά του ήταν ξέφωτο.
Σίγουρα τρελάθηκα, απόρησε ο νους μου και του είπα να σωπάσει.
Κοιμήθηκα στην κουφάλα ενός αρχαίου δέντρου. Κι έκανα γλυκόν ύπνο.
Ξύπνησα σκεπασμένος με δέρματα πάνω μου. Έβλεπα κι ας μην είχε φως.
Μύριζα το καθετί γύρω μου. Με ένα σάλτο βρέθηκα όρθιος κι άρχισα να τρέχω.
Έφτασα στο ξέφωτο και κοίταξα το φεγγάρι. Ούρλιαξα και πήρα απάντηση.
Κοιμήθηκα γυμνός και ξύπνησα ντυμένος με δύναμη.

Κάθισα σε μια άκρη κι έγραψα. Έγραψα για όσο έκατσα.
Μια φωνή στα αφτιά μου, μου έλεγε πως τελειώνει ο χρόνος.
24 χρόνια ήταν η συμφωνία διάολε κι είμαι μόνο 24 ώρες στη γη της αλήθειας.
Τότε κατάλαβα. Χαμογέλασα με την βλακεία μου. Μου πήρε μια ολόκληρη ζωή 
να τα μάθω.
Και δεν είχα άλλη ζωή. Ήρθε η ώρα να πληρώσω σαν ένας άλλος Προμηθέας κι εγώ.
Έχω ακόμη πολλή φαιά εγκεφαλική ουσία αλλά νομίζω πως τελειώνει το μελάνι μου.
Αν έμαθα κάτι απ' όλα αυτά είναι πως...

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Ready to play the game?

 Ο άνεμος βούιζε έξω από το σπίτι και κάπου κάπου ακουγόταν και μια βροντή στο βάθος, χωρίς σημάδια βροχής εδώ και ώρα. Φύλλα σηκώνονταν και στροβίλιζαν στην δύνη του ανέμου μέχρι να σκάσουν πάνω σε κάποιον τοίχο ή παράθυρο. Η νύχτα είχε φέρει μαζί της την μοναξιά και μόνο ένα μικρό φαρμακείο που διανυκτέρευε ήταν για να την σπάει. Η ταμπέλα απ έξω έγγραφε με γράμματα που κινούνταν το μήνυμα "ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΕΙ-02:50-6°C- το οποίο ήταν ένας φαύλος κύκλος στην πινακίδα.
  Το φαρμακείο έμοιαζε παλιό απ έξω, με τον χλωμό κίτρινο φωτισμό μέσα του να δένει απόλυτα με την πρόσοψη του. Από την γωνία ξεπρόβαλε μια σκιά τετράποδη. Ένας απότομος βρόντος ακούστηκε και σχεδόν αμέσως τα φώτα τρεμόπαιξαν και έσβησαν. Η σκιά χάθηκε μέσα στις αδερφές της.
  Άνοιξε τα μάτια του απότομα στον ύπνο με κομμένη την ανάσα, βλέποντας το χέρι του στην άκρη να χαϊδεύει ασυναίσθητα το κενό. Έκλεισε τα μάτια και τα άνοιξε σχεδόν αμέσως παίρνωντας μια βαθιά ανάσα  Έμεινε για λίγο ακίνητος να αφουγκράζεται τον τυμπανισμό της καρδιάς του. "Ακόμη ένας γαμημένος εφιάλτης" σκέφτηκε από μέσα του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και σιχάθηκε αμέσως την μπλούζα του που κολλούσε πάνω του από τον ιδρώτα. Την έβγαλε αμέσως και για μια στιγμή πιάστηκε ο σταυρός του στην λαιμόκοψη.  Πήγε ως το γραφείο και άναψε ένα ακόμη κερί,γιατί το προηγούμενο σχεδόν ήταν έτοιμο να σβήσει. Με την άκρη του ματιού του, είδε το κινητό του, "Τρεις παρά δέκα" σκέφτηκε από μέσα του και γύρισε προς το υπόλοιπο δωμάτιο πίσω του. Λίγο φως που ερχόταν έξω από τον δρόμο ίσα που έσπαγε το φως της μικρής φλόγας. Περπάτησε ως το τζάμι και κοίταξε κάτω. Τα τζάμια έτριζαν λίγο από τον αέρα ενώ οι δρόμοι ήταν άδειοι  Μόνο το φαρμακείο στην γωνία φώτιζε κάπως το στενό δρόμο από κάτω.
  Γύρισε και έκατσε με την πλάτη του να ακουμπά πάνω στο τζάμι. Για μια στιγμή ανατρίχιασε από το ρίγος και ύστερα αφέθηκε στο κρύο που του πρόσφερε. Πέρασε το ένα χέρι μέσα στο άλλο και τα έφερε στο στήθος του. Το δωμάτιο μυρίζει κλεισούρα και ο τόπος είναι γεμάτος πεταμένα ρούχα και βιβλία ανοιχτά σε τυχαίες σελίδες. Μια τράπουλα είναι πεταμένη μπροστά από ένα κομοδίνο ενώ δίπλα της υπάρχουν σακούλες με αποφάγια πεταμένες.
  Έκατσε στην μοναδική καρέκλα του σπιτιού και έμεινε να κοιτάζει την φλόγα του κεριού. Έφερε τα δάχτυλα του πάνω της και άρχισε να παίζει μαζί της. Ένοιωθε το μυαλό του να αδειάζει και να παραδίδεται στις σκέψεις του. Σκεφτόταν μίσος και εκδίκηση. Ένοιωθε την κακία να κυλάει μέσα του και να του ζεσταίνει την καρδιά. Ίσως να γρύλισε λίγο άθελα του και αμέσως γύρισε πίσω στην πραγματικότητα και τράβηξε το χέρι του από την φλόγα που τον έκαιγε.
  Τα βήματα της ήταν γοργά μέσα στον παγωμένο δρόμο. Ντυμένη με ένα τζιν ξεθωριασμένο και με ένα χοντρό μπουφάν, ενώ τα μαλλιά της τα κάλυπτε ένα σκουφάκι, άνοιξε την πόρτα του φαρμακείου απότομα. "Κάτι για τον βήχα" είπε καθώς πλησίασε στον πάγκο και άρχισε να βήχει πάλι. Ο φαρμακοποιός σηκώθηκε και χωρίς να το σκεφτεί πολύ έπιασε ένα σιρόπι και της το έδωσε. Σαν από συννενόηση κανείς τους δεν μίλησε πάλι. Η κοπέλα έδωσε χρήματα και ο φαρμακοποιός τα ρέστα. Καθώς έβγαινε είδε με την άκρη τους ματιού της πως πήγε 02:57.

Έμεινε να κοιτάζει μια τα δάχτυλα του και μια την φωτιά και όσο την έβλεπε άλλο τόσο θύμωνε. Σκέφτηκε πόσο άδικη είναι η ζωή, πως δεν έχει τίποτα και ότι θα έκανε τα πάντα για λίγη εξουσία και λίγα πλούτη. σχεδόν αμέσως τρόμαξε με την σκέψη του. Είχε ακούσει από έναν μοναχό πως το κακό έρχεται μόνο όταν σε γυρεύει και ανατρίχιασε στην ιδέα αυτή. Η σκέψη του κόπηκε από ένα ξαφνικό χτύπημα στην πόρτα του. Σηκώθηκε και πήγε διστακτικά προς αυτήν και κοίταξε άλλη μια φορά το ρολόι του, ήταν 02:58. Έπιασε το πόμολο και χωρίς να ρωτήσει άνοιξε.
 Στάθηκε για μια στιγμή στην είσοδο του φαρμακείου να βγάλει τα γάντια της από την τσάντα και να τα φορέσει. Τα φόρεσε βιαστικά μιας και δεν της άρεσε ο χώρος που βρισκόταν και βγήκε έξω. Κοίταξε για μια στιγμή την φωτεινή πινακίδα να δείχνει 02:58 και αμέσως από την άλλη μεριά, σε ένα παράθυρο από το οποίο έβγαινε φως και είδε κάποιον να περνάει μπροστά του. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει.
 Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μια σιλουέτα με μαύρο κουστούμι στεκόταν μπροστά του. Το πρόσωπο δεν ξεχώριζε από τις σκιές.  "ποιος είσαι;" ρώτησε το αγόρι ξαφνιασμένος.
"Είμαι οι σκέψεις σου και οι επιθυμίες σου", είπε καθώς έμπαινε μέσα στο σπίτι ακάλεστος. "Νόμιζα πως είχα λίγο γούστο" απάντησε ο νεαρός χωρίς να το σκεφτεί πολύ και κάνοντας στην άκρη. Ο ξένος γύρισε προς το μέρος του και του άπλωσε το χέρι "Φέλη!" του είπε και του έπιασε το χέρι, ενώ ένα πλατύ κατάλευκο χαμόγελο δημιουργήθηκε. Και πάλι δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του λόγο του φωτός από πίσω. "Φέλης;" σκέφτηκε από μέσα του, σαν να του θύμιζε κάτι. "Άγγελος!" είπε ο νεαρός και άπλωσε το χέρι του. Μόλις άγγιξε του Φέλη, ένα πάγωμα τον διαπέρασε ολόκληρο και ένοιωσε να παγώνει. Η καρδιά του σφίχτηκε για μια στιγμή.
  Ένα γάβγισμα σκύλου την έκανε να ξεκολλήσει τα μάτια της από το παράθυρο,γύρισε την πλάτη της στον σκύλο και πέρασε κάτω από την φωτεινή πινακίδα άπ όπου και ήρθε. Η ώρα ακόμη έγραφε 02:59 ενώ της φαινόταν πως έχει περάσει περισσότερη ώρα.
  Ο Άγγελος τράβηξε το χέρι του απότομα ενώ ένοιωσε να του κόβεται η ανάσα. "Τι θες τέτοια ώρα;" είπε καθώς πήγε προς το παράθυρο, δείχνοντας πως δεν τον νοιάζει για τον ξένο ή σαν να ήξερε κάτι παραπάνω. "Είμαι εδώ να πραγματοποιήσω τις σκέψεις σου" είπε καθώς τον πλησίαζε ο ξένος. "Και εσύ τι θα κερδίσεις;" ρώτησε ασυναίσθητα ο Άγγελος. Κοίταξε για μια στιγμή έξω από το παράθυρο και είδε μια κοπέλα με ροζ παπούτσια να στέκεται έξω από το φαρμακείο, έτοιμη να φύγει αλλά να μην κουνιέται. Έμεινε να την κοιτάζει λίγο αλλά δεν κουνήθηκε στιγμή εκείνη. "Την ψυχή σου φυσικά, για εκείνη γίνονται όλα" είπε καθώς στάθηκε δίπλα του στο παράθυρο, παρατηρώντας και εκείνος την εικόνα απ έξω. Έμειναν για λίγο να κοιτάνε την εικόνα, σαν δυο καλοί φίλοι από τα παλιά. Ένας ήχος έσπασε την στιγμή, ο ξένος γύρισε προς το κινητό και εκείνο σταμάτησε. Το μόνο που ακούστηκε ήταν "ready to play the game, ready to lose it all".
  Άρχισε να απομακρύνεται από την πινακίδα και έβγαλε το κινητό της από την τσάντα της. Πληκτρολόγησε ένα νούμερο και περίμενε αρκετή ώρα μέχρι που άκουσε το σήμα της μη κάλυψης δικτύου. Άφησε το κινητό πίσω στην τσάντα της και γύρισε άλλη μια φορά προς το παράθυρο. Η ώρα στην φωτεινή πινακίδα έδειχνε 3:01. Τότε το σκυλί άρχισε να γαβγίζει σαν λυσσασμένο και να τρέχει μακριά.
  "Τι θα γίνει μικρέ επιτέλους με σένα;" του φώναξε δυνατά αυτή τη στιγμή ο ξένος και τον πέταξε πάνω στο γραφείο. Ο Άγγελος ίσα που πρόλαβε να κρατηθεί και να μην σκάσει στο γραφείο. Τα χέρια του έπιασαν άθελα του ένα κομμάτι χαρτί γραμμένο  που δεν υπήρχε στο γραφείο πριν. Γύρισε και δίπλα ακριβώς βρήκε μια πένα. "Υπέγραψε επιτέλους και πες μου τι θες κουτάβι!" Όλα θόλωσαν στο μυαλό του. Σκέφτηκε την δύναμη, τα πλούτη και την άπειρη γνώση. Έσφιξε τα χέρια του μπουνιές δυνατά, τόσο ώστε να νοιώσει τα νύχια του να του διαπερνούν το δέρμα. "Πες μου πόσο χρυσό θες και θα σε πνίξω μέσα σε αυτόν. Πες μου πόση δύναμη θες και δε θα βρεθεί άλλος στον δρόμο σου ποτέ. Πες μου ποιος θες να πεθάνει και πως, και δε θα υπήρξε ποτέ" τα έλεγε με απαλή και σταθερή φωνή ενώ πήγαινε προς το μέρος του, έπιασε την πένα από το γραφείο και του την έβαλε στα χέρια. Ήταν σίγουρος πως ο μικρός ήταν χαμένη ψυχή. Το αγόρι άφησε το χαρτί πάνω στο γραφείο και υπέγραψε με θολωμένα μάτια. Το χέρι του έτρεμε όταν είδε στο γραφείο πάνω ένα βιβλίο με τίτλο "Μεφιστοφέλης". Άφησε την πένα να πέσει και έπεσε πίσω στην καρέκλα εξουθενωμένος κοιτάζοντας για μια στιγμή το πάτωμα. "Και εδώ αρχίζει το αγαπημένο μου κομμάτι. Πες μου τι θες και θα το έχεις!" είπε κλείνοντας του το μάτι. "Εκείνη" είπε καθώς γύριζε το κεφάλι του προς αυτόν. 'Ήταν σίγουρος πως αυτό ήθελε εκείνη την στιγμή. Ο άντρας γέλασε δυνατά μέσα στην νύχτα. Περπάτησε προς την πόρτα και την άνοιξε. "Ούτε ο θεός, ούτε ο διάβολος μπορεί να σου δώσει κάτι τέτοιο. Θα τα ξαναπούμε όταν θα έρθει η ώρα σου" είπε και του έκλεισε το μάτι ενώ χανόταν στις σκιές. Έπιασε το κινητό του γρήγορα. Το ρολόι έδειχνε 03:01.