Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Ιστορία χριστουγέννων

Είχε νυχτώσει για τα καλά και οι δρόμοι είχαν αδειάσει. Αέρας κρύος φυσούσε και έπαιρνε τον καπνό από τις καμινάδες των σπιτιών. Οι δρόμοι ήταν ήσυχοι όμως κάπου κάπου άκουγες κάποιο σκυλί να γαυγίζει από το κρύο.
 Δυνατός αέρας φύσηξε και σήκωσε το χάρτινο κουτί από πάνω του και το πέταξε μακριά. Από κάτω ένα παιδί έκανε μια απότομη κίνηση να το πιάσει μα δε το πρόλαβε. "Δεν πειράζει, έτσι και αλλιώς δεν με ζέστενε" , είπε από μέσα του και προσπάθησε να ξεγελάσει τον εαυτό του.
 Ο μικρός κόλλησε την πλάτη του στον κρύο τοίχο από πίσω του και μάζεψε τα πόδια του στο στήθος του. Έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να σκέφτεται και να κάνει όνειρα μέσα από ένα ζεστό σπίτι με μια οικογένεια που θα τον αγαπά και ίσως έναν σκύλο να παίζει στα πόδια τους.
 Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν άνοιξε τα μάτια του. Είχε περάσει όλη την νύχτα σε εκείνη την κρύα γωνιά για ακόμη ένα βράδυ. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε ψηλά τον ουρανό, το φεγγάρι ίσα που φαινόταν και ο ήλιος ήταν έτοιμος να ξεπροβάλλει. Έφερε τα χέρια στο στόμα και φύσηξε ζεστό αέρα μέσα τους και άρχισε να τα τρίβει μεταξύ τους, ύστερα τα έβαλε βαθιά μέσα στις τσέπες του παντελονιού του και ξεκίνησε να βγει από το στενό που ζούσε τόσες μέρες.
 Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και την επομένη είχε τα γενέθλια του. Θα γινόταν δεκαπέντε. Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια πέρασαν σχεδόν από όταν γεννήθηκε και τα τέσσερα τελευταία τα έχει περάσει μόνος του στους δρόμους. Τον πάτερα του δεν τον γνώρισε ποτέ και η μητέρα του πέθανε πριν μερικά χρόνια. Ούτε τότε είχαν λεφτά αλλά είχαν ένα σπίτι που έμεναν και ας έμπαινε κρύο από τα παλιά παράθυρα και ας  έσταζε το ταβάνι όταν έβρεχε. Τουλάχιστον είχαν ο ένας τον άλλον. Έμεινε για λίγο καιρό μόνος στο σπίτι μετά τον θάνατο της μητέρας του αλλά ήρθαν κάποια μέρα μπουλντόζες απ έξω και τον έδιωξαν οι μεγάλοι γιατί έπρεπε, λένε, να χτιστεί μεγάλο κατάστημα εκεί.
 Σκούπισε ένα δάκρυ που έτρεχε πάνω στο κόκκινο μάγουλο του και συνέχισε να περπατάει. Οι βιτρίνες ήταν όλες στολισμένες με πολύχρωμα φωτάκια, ψεύτικο χιόνι, καραβάκια και αγιοβασίληδες. Είχε σταματήσει και κοιτούσε μια βιτρίνα με ρούχα. Πόσο όμορφα θα ένοιωθε μέσα σε αυτά. Δε θα ντρεπόταν που ήταν κάθε μέρα με τα ίδια βρώμικα και μπαλωμένα ρούχα.
 Φρέσκο ψωμί μύρισε έντονα από τον φούρνο μπροστά του. Είχε να φάει δύο μέρες, από τότε που έκλεψε μια σοκολάτα από ένα περίπτερο. "Ελπίζω να έχει ζεστή καρδιά ο κύριος φούρναρης" σκέφτηκε από μέσα του και προχώρησε προς τον φούρνο. Έφτασε στην πόρτα του εργαστηρίου και ένοιωσε την ζέστη του φούρνου να ηρεμεί το κορμάκι του που έτρεμε από το κρύο. Ο φούρναρης μέσα πηγαινοερχόταν στους πάγκους και δεν είχε προσέξει τον μικρό επισκέπτη στην πόρτα.
- Κύριε μήπως θα μπορούσατε... ξεκίνησε ο μικρός να λέει.
- Φύγε μας τα είπαν, γύρισε και του απάντησε ο φούρναρης.
Είχε ξεχάσει πως ήταν παραμονή Χριστουγέννων και έλεγαν τα κάλαντα σήμερα, πάνε τόσα χρόνια που είχε βγει να τα πει.
  "Όχι, λίγο ψωμί θα ήθελα να φάω", του αποκρίθηκε ο μικρός σχεδόν ψιθυρίζοντας από μέσα του κοιτώντας το πάτωμα. Ο φούρναρης άφησε κάτω την ζύμη κα γύρισε και τον κοίταξε με άγριο ύφος. "Και τι είμαστε εδώ; Συσσίτιο για τους απόρους; Φύγε και άντε αλλού να ζητιανέψεις!" Ένα "συγνώμη κύριε" μουρμούρισε ο μικρός φεύγοντας και βγήκε έξω.
   Βγαίνοντας από την πόρτα είδε μια γυναίκα απέναντι να τον προσέχει και να του χαμογελάει. Ήταν ψηλή με έναν μαύρο σκούφο στα μακριά ξανθά μαλλιά της και τα μάτια της είχαν μια πράσινη απόχρωση που δεν είχε ξαναδεί σε άνθρωπο. Το χαμόγελο της ήταν ζεστό, σχεδόν αγγελικό σκέφτηκε από μέσα του.
  Ένοιωσε ντροπή για τον εαυτό του που το παντελόνι του ήταν τόσο βρώμικο, τα παπούτσια του σκισμένα και το πουλόβερ του σχεδόν δεν του έκανε, ενώ εκείνη ήταν τόσο όμορφα ντυμένη με μια μαύρη καπαρντίνα μακριά και μαύρες ψηλές μπότες. Την κοίταξε για ακόμη μια φορά και έφυγε.
  Πιο κάτω στον δρόμο άκουσε ένα γάβγισμα πίσω από έναν κάδο. "Υπάρχουν και άλλοι μόνοι τους αυτές τις μέρες" σκέφτηκε και προχώρησε προς τον ήχο. Πίσω από τον κάδο αντίκρισε ένα μαύρο κουτάβι να έχει μαζευτεί για να προφυλαχθεί από το κρύο. Ο πιτσιρικάς κάθισε δίπλα του και το έβαλε ανάμεσα στα τυλιγμένα μεταξύ τους πόδια του. Το κουτάβι του έγλυψε το δάχτυλο και γύρισε και τον κοίταξε μέσα στα μάτια. 
  Βήματα άκουσε να έρχονται προς το μέρος του και μαζεύτηκε πιο πολύ.
- Εδώ είσαι και σε έψαχνα; είπε μια γλυκιά φωνή.
  Η ξανθιά γυναίκα που είδε πιο πριν τώρα στεκόταν από πάνω του και του χαμογελούσε πάλι.
- Χαίρομαι που βρήκες παρέα, του είπε η γυναίκα και κάθισε δίπλα του κάτω. Ο μικρός χαμογέλασε, ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή και του έβγαινε από την καρδιά του.
- Πως σκέφτεσαι να τον βγάλεις; τον ρώτησε και πήρε στα χέρια της το κουτάβι να το χαϊδέψει.
- Δεν είναι δικός μου, απλώς τον βρήκα μόνο του να κρυώνει και τον πήρα αγκαλιά.
- Φαίνεται να θέλει παρέα, γιατί δεν τον κρατάς; τον ρώτησε με ήρεμη φωνή η γυναίκα
- Δεν έχω σπίτι να τον πάρω, ούτε λεφτά να τον ταίζω, είπε το παιδί.
- Τότε γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις μαζί μου; του είπε η ξανθιά παρουσία και του έδωσε πίσω το κουτάβι.
- Αλήθεια; Πως είναι το σπίτι σου; ρώτησε με ένα χαμόγελο το παιδί.
- Μεγάλο, είπε εκείνη. Έχει πολλούς κήπους και πολλά ζώα. Δε θα κρυώνεις ποτέ ούτε θα φοβάσαι. Τι λες;
  Ο μικρός κούνησε θετικά το κεφάλι του, δε μπορούσε να μιλήσει επειδή είχε βουρκώσει.
- Το κουτάβι μπορείς να τον βγάλεις Λούσιφερ επειδή τον βρήκες με τον ερχομό του ηλίου, είπε η γυναίκα και σηκώθηκε.
"Λούσιφερ" ψιθύρισε το παιδί και χαμογέλασε. 
- Θα περάσω να σε πάρω αύριο, θα βρεθούμε στον φούρνο εκεί που γνωριστήκαμε, την ίδια ώρα με σήμερα. Πάρε και αυτό, του είπε και του έδωσε μια σακούλα με φρέσκο ζεστό ψωμί. Είναι από τον φούρναρη, δε σε πρόλαβε να στο δώσει, είπε και του έκλεισε το μάτι.
  Ο μικρός ήθελε να κλάψει αλλά κρατήθηκε. Πήρε το ζεστό ψωμί στα χέρια του και έκοψε λίγο να φάει. Ο Λούσιφερ γύρισε αμέσως και τον κοίταξε και ο πρώτος τον τάισε.
- Αυτό είναι για τα γενέθλια σου αύριο, του είπε και του φόρεσε τον σκούφο της στο κεφάλι του και γύρισε να φύγει. Θα τα πούμε αύριο καλέ μου.
- Μα πως το ξέρεις; την ρώτησε καθώς έφευγε μα δεν του απάντησε.
  Μετά από λίγο ο μικρός σηκώθηκε, πήρε στην αγκαλιά του τον Λούσιφερ και στην άλλο χέρι κράτησε τη σακούλα με το ψωμί που έμεινε. Έκανε κάποιες βόλτες στο χωριό και σκεφτόταν συνεχώς πως θα είναι το καινούριο του σπίτι και πόσο τυχερός ήταν. Το βράδυ δε μπορούσε να κοιμηθεί με τίποτα και πριν ξημερώσει καν βρισκόταν πάλι στο δρόμο για τον φούρνο.
  Οι καμπάνες χτυπούσαν δυνατά, ήταν Χριστούγεννα και ο όλοι έβγαιναν από τις εκκλησίες. Κόσμος είχε μαζευτεί έξω από έναν φούρνο. Ένα αγόρι βρισκόταν νεκρό έξω από την πόρτα και ένα κουτάβι γάβγιζε από πάνω του.
Κάποιος φώναξε πως έχει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Ο κόσμος έσπασε. Είχαν να γιορτάσουν με τις οικογένειες τους.


Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Δείξε μου τον τρόπο

"Ποιος να 'ναι ο λόγος που ένας θαρραλέος να κλαίει τόσο πολύ ποια να ' ναι η αιτία που αντί να λες αστεία ξεσπάς παντού μ' οργή" ξεκινάει ένα πολύ όμορφο τραγούδι που παίζει τη στιγμή που αραδιάζω λέξεις βγαλμένες από τους λαβυρίνθους του μυαλού μου...Του μυαλού μου;;;;;; Μήπως είναι της καρδιάς μου; Καθισμένος μπροστά από μια οθόνη και το ρολόι να δείχνει μισή ώρα μετά τις δύο. Δεν έχω όρεξη να γράψω και όμως νιώθω μια έντονη επιθυμία να γράψω λες και θα κερδίσω κάτι αν το κάνω,σαν παιδί που του τάζουν καραμέλα αν καθήσει φρόνιμος. Όμως εγώ δεν θέλω να καθήσω φρόνιμος,θέλω να βγω στην άγρια νύχτα,να γίνω ένα με αυτήν και να κοιμηθώ στην αγκαλιά της. Ίσως να χρειαστεί και να κλάψω αλλά ποιον πειράζει; Η νύχτα πάντα παρηγορεί τα παιδιά της,παιδιά που της κράτησαν παρέα με μάτια ανοίχτα,παιδιά που έζησαν για την επόμενη νύχτα και αν ποτε παραπονέθηκαν για την μοίρα τους δεν φταίνε εκείνα....Παιδιά είναι...

"Στο λαβύρινθο αυτό στον άλλο εαυτό τον κρυφό είχα εσένα οδηγό..."

Όλοι έχουμε έναν εαυτό κρυφό κάπου εκεί μέσα. Είναι φορές που θυμώνω με εκείνον,γιατί κακά τα ψέμματα ποιός έχει το πάνω χέρι; Ανύμπορος να συνέχισω ένα κείμενο που ποτέ δεν ήθελα να γράψω,αλλά ποιος δημιουργός μπορεί να πει όχι στην μούσα του; Ποιός μπορεί να πει όχι σε κάτι που το έχει πιο πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό; Σε κάτι που δεν θέλει να χάσει μ ακαι ποτέ να πλήγωσει. Το πρώτο είναι εύκολο,όμως το δεύτερο δεν μπορεί κανείς να το εγγυηθεί. Γιατί τι μπορεί ν ακάνεις κάποιος που θέλει να είναι με κάποιον αλλά δεν τον αφήνει ο ίδιος του ο εαυτός. μήπως τα παιδιά της νύχτας είναι καταδικάσμενα να ζήσουν μέσα σε μία έρημο ενώ ταυτόχρονα γύρω τους απλώνεται ένας ωκαιάνος συναισθημάτων και αισθημάτων;

"Πόσο ακόμα θα μπορώ πόσο ακόμα θα αντέχω δίχως φεγγάρι κι ουρανό δίχως εσένα να προσέχω."

Ποιός είπε οτι είναι εύκολο να ζήσουμε μαζί με άλλους; Ποιός είπε οτι είναι εύκολο να ζήσουμε χωρίς αυτούς; Ίσως όμως και κάποιος να μπορεί... Η καρδιά του αντέχει όμως; Και αν αντέχει συνέχιζει να λέγεται άνθρωπός; Συνεχίζει να είναι άνθρωπος; Ποιός το ξέρει και αυτό; Η νύχτα δεν έχει απαντήσεις σε αυτά,η νύχτα κρύβει δαίμονες που τρέφονται στον πόνο,στα δάκρυα...

"Εγώ μαζί με το εγώ μου στο φιλί της ζωής φοιτητής μιας στιγμής στην αληθεία μου εδώ ταξιδεύω το εγώ μου πηδώ στο κενό μου μην φεύγεις ζωή μου κρυφή μου πληγή ταξιδεύω το εγώ μου στο φιλί της ζωής φοιτητής μιας στιγμής στην αλήθεια μου εγώ ταξιδεύω το εγώ μου πηδώ στο κενό μου μισή μου ζωή τεχνητή αναπνοή..."

03:10 και η γαμημένη coca cola μόλις τελείωσε.... Δεν βαριέσαι όλα τα καλά κάποια στιγμή τελειώνουν και τότε έρχεται η στιγμή που βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τους χειρότερους σου εφιάλτες. Ποιοί είναι αυτοί; Ποιός ξέρει... Αυτό είναι δουλειά της νύχτας...και των παιδιών της. Καλό βράδυ σε όλους και καλή συνέχεια. Κουράγιο σε όσους έχουν να αντιμετωπίσουν την συνέχεια και καλή λευτεριά στους φυλακισμένους...

Σημ: Αναδημοσίευση από το παλιό μου blog στις 4 Απριλίου 2010

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Ποιά είναι η σχολή σου μωρή;


Όσο και αν νομίζετε πως το παρακάτω άρθρο αναφέρεται σε κάποια πατσαβούρα είστε γελασμένοι και άκρως παραπλανημένοι από τον τίτλο,αυτό όμως δεν συνεπάγεται πως δε θα πέσει κράξιμο και δε θα βγάλω την χολή μου πάλι. Αυτή τη φορά πιάνω και κολλάω στον τοίχο την ραπ.
Αρχικά θα σας κάνω ένα μάθημα ως άσχετοι που είστε στην μουσική παιδία. Ονομάστηκε έτσι εκ του αγγλικού ακρωνύμιου r.a.p (δηλαδή Rhythm And Poetry βρε άσχετε τσοπάνη). Πρόκειται για είδος που δίνει έμφαση στους στίχους (ρίμες) και στο περιεχόμενο αυτών και η μουσική συνήθως είναι συνοδευτική και δευτερεύουσας μέριμνας. Οι στίχοι, αυτοσχέδιοι στην καθημερινή έκφραση αλλά επεξεργασμένοι στις παραγωγές, δεν τραγουδιούνται, αλλά απαγγέλλονται με ιδιαίτερο, ρυθμικό τρόπο,ενώ η μουσική δανείζεται στοιχεία από τη soul, τη τζαζ όσο και από άλλα ποικίλα μουσικά     Αφού λοιπόν μάθατε εσείς τι είναι η ραπ αφήστε με και μένα να κάνω την δουλειά όπως ξέρω... Γυρίζω από τα χειρότερα μπουντρούμια του youtube που θα μπορούσε ποτέ κανείς να πέσει. Πολέμησα με δράκους που ξερνούσαν τις χειρότερες ρίμες που άκουσε ποτέ το γλυκό μου το αφτάκι και είδα πρόσωπα που όταν το καταλάβει η μαϊμού θα ζητήσει πίσω τον κώλο της!
 Το ήξερα πως υπάρχουν καθυστερημένοι εκεί έξω και δεν αναφέρομαι στο διάστημα αλλά έξω από το σπίτι μου. Καθυστερημένα πιο πολύ και από την Patty την ίδια! Παρ' όλα αυτά πάμε να γνωρίσουμε το Top5 των μεγαλύτερων αποτυχιών που έγιναν ποτέ.

 Στο νούμερο 5 συναντάμε τον μέγα FORIS MC. Ο Foris πάσχει από γεννετήσια μαλάκινση. Όταν ήταν μικρός η μάνα του τον έπαιρνε στην εκκλησία με το ζόρι και ο Foris  κόλλησε με τους ψαλμούς. Μεγαλώνοντας ο Foris διάβασε όλο το λεξικό του Μπαμπινιώτη (δις!) και από την πολύ την γνώση χτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο με όση δύναμη έπαιζε το πουλί του. Όταν συνήλθε από το κώμα πίστευε πως είναι ραψωδός-παπάς-ο Neo (γι’ αυτό και το γυαλί) και έτσι αποφάσισε να χαρίσει στον κόσμο βίντεο με τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες με στίχους Μπαμπινιώτη MC σε church beat. Άξια πιστεύω κατέχει την 5η θέση.


Στο νούμερο 4 συναντάμε ένα άλλο νούμερο τον MC Tolis. Ο κ. Tolis δηλώνει MC στο χωριό του και ραπάρει με τα πρόβατα του παρέα. Όταν ήταν μικρός τον βίαζε ο θείος του και ο ξάδελφος του και θέλει να πάρει εκδίκηση για αυτό. Ώς καλός τσοπάνης έχει πολύ ελεύθερο χρόνο να κάτσει να φιλοσοφήσει την ζωή του. Ύστερα από πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις που είχε με τα 3 πρόβατα του, τις 2 κατσίκες και το τσοπανόσκυλο του τον Βιτάμ κατάλαβε πως "στην ξαδέρφη και στην θεία η ψωλή πάει ευθεία" πράγμα που κανείς μας  ποτέ δε σκέφτηκε. Δίπλωμα ευρεσιτεχνίας πήρε και το κατοχύρωσε με τα πνευματικά του δικαιώματα πως όταν αποφασίσουμε να πηδήξουμε την ξαδέρφη μας ή την θεία μας πρώτα θα πρέπει να έχουμε βάλει το πουλί μας, από το προηγούμενο βράδυ, ανάποδα από ότι κάθετε συνήθως μέσα στο βρακί, ώστε να "στρώσει" και να ισιώσει πριν μπει έρθουμε σε επαφή με τον συγγενή μας.



Στο νούμερο 3 έχουμε τον PANOS MC που μας έρχεται κατευθείαν από τα επείγοντα περιστατικά. Ο PANOS πάσχει από αυτισμό με αποτέλεσμα να έχει μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και επικοινωνία. Η μάνα του μικρό το έστελνε στα φανάρια και εκεί γνώρισε την Λίζα, την ερωτεύτηκε και πέρασε 20 χρόνια προσπαθώντας να γράψει τους ραπ στίχους του για να κλέψει την καρδιά της αγαπημένης του. Ο PANOS ως πολύ μπροστά από όλους τους ράπερς έφερε νέες κινήσεις -πρωτοποριακές- στον χώρο αυτό όπως το "το βλέμμα μου το αλλήθωρο που ανάθεμα με τι κοιτάζω" και το "τώρα κουνάω τα χέρια; μήπως τώρα; καλά θα τα κουνήσω τώρα, δε γαμιέται..."



Στο νούμερο 2 συναντάμε τον Snoopyred ή αλλιώς Ντρούλη (από το χοντρούλη). Ο Snoopyred πάσχει από ελλιπές λεξικό και κρίση πολλαπλής ταυτότητας. Την μία είναι Snoopyred, μετά είναι ο Λεωνίδας, μετά τον λένε Σπάρτα, ύστερα βασιλιάς της Ελλάδος και τέλος ο Μέγας Αλέξανδρος. Η κατάσταση του είναι πολύ σοβαρή και προσπαθεί απελπισμένα να βρει την ταυτότητα μέσα από τις αυθόρμητες ρίμες του. Είναι μέντορας των ZN, του Μηδενιστή και των Goin Through  και όσο κάνουν όλοι αυτοί μπορεί να τους αγοράσει πακετάκι!



Στο νούμερο 1 βγαλμένος από ραψωδό μάνα, πατέρα και κουμπάρο, ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ! Ο Μικρός Νικόλας μιας και είναι κάτω από το αυλάκι (κοιτάξτε τι βγάζουν τα μέρη μου, καμάρι μου Νικόλα!!) έχει καπνίσει τον μισό Ταΰγετο. Μπαφιάρης λοιπόν ράπερ έρχεται να μας αποτελειώσει με τις ρίμες του και δηλώνει πως επέστρεψε μετά από 7 χρόνια!!!!! 


Αααααχχχχχ είχα καιρό να βγάλω τόση χολή.Να σημειώσω πως καθ' όλη την διάρκεια που έγραφα το κείμενο άκουγα αληθινή ραπ και γι' αυτό έβγαλα και τέτοιο μίσος προς τα καημένα θύματα του άρθρου.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Παιχνίδια με τον διάβολο


 Πέταξε την τσάντα του στο κρεβάτι και κάθισε στην καρέκλα. Άπλωσε τα πόδια του πάνω στο γραφείο και τέντωσε πίσω τα χέρια του να ξεπιαστεί. Δεν είχε πολύ ώρα και έτσι σηκώθηκε αμέσως. Πήγε στην κουζίνα και χωρίς να χάσει χρόνο άνοιξε το μάτι της κουζίνας. Σήμερα ήταν η μέρα που εκείνος μαγείρευε και ήθελε να τα προλάβει αυτή τη φορά. Ξαφνικά το τηλέφωνο χτύπησε.
-Παρακαλώ; Ρώτησε το αγόρι.
-Έλα Ερμή αγόρι μου, θα φάω με τα παιδιά από το γραφείο πάρε κάτι απ’έξω,είπε μια γνώριμη φωνή και μετά κόπηκε το σήμα.
-Δε γαμιέται! Αναθεμάτισε δυνατά και σήκωσε αμέσως το ακουστικό να παραγγείλει.
Το κλείσιμο της πόρτας τον έκανε να πεταχτεί από την πολυθρόνα που καθόταν τις τελευταίες ώρες.
-Σε ξύπνησα αγόρι μου;
-Μπα, ότι κάθισα. Πως ήταν η μέρα σου; Ρώτησε το αγόρι χωρίς να τον πολυνοιάζει .
Τα τελευταία χρόνια ήταν λίγο απόμακροι πατέρας και γιος αλλά πότε προσπαθούσε ο ένας και πότε ο άλλος για να κρατήσουν ακόμη ζωντανό το αίσθημα της οικογένειας.
-…ε και μετά είπα να γυρίσω γιατί είχε περάσει η ώρα, τελείωνε τη φράση του τώρα ο πατέρας του. Μήπως έβαλες θερμοσίφωνο να κάνω ένα μπανάκι;
-Έβαλα, φώναξε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του ο Ερμής.
 Περπάτησε ως το γραφείο του και άρπαξε μια φωτογραφία μέσα από το συρτάρι. Κάθισε για λίγη ώρα να την κοιτάζει. ¨Μου λείπεις¨ σκέφτηκε από μέσα του. Άφησε πάλι την κορνίζα στην θέση της και πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι ελπίζοντας πως θα την ονειρευτεί.
 Ξύπνησε στον ύπνο του από κλάματα. Ήθελε να ανοίξει τα μάτια του να την δει όμως δεν έπρεπε. Ήξερε πως δεν ήταν αυτή.¨Μόνο για μια στιγμή¨, σκέφτηκε από μέσα του. Άνοιξε τα μάτια του και την είδε να κάθεται στην καρέκλα του, να έχει γυρισμένη την πλάτη της και να κλαίει σιγανά. Τα μαύρα μαλλιά της είχαν πέσει μπροστά από το πρόσωπο της και έκρυβαν τα δάκρια της.
-Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομα Σου. Ελθέτω η βασιλεία Σου.Γενηθήτω το θέλημα Σου…  άρχισε να ψιθυρίζει από μέσα του όμως δεν μπορούσε να την βλέπει να κλαίει. Έπιασε σφιχτά τον σταυρό του και συνέχισε να ψέλνει πιο δυνατά αυτή τη φορά με τα μάτια κλειστά.
 Σταμάτησε για λίγο να αφουγκραστεί μες στην σιωπή. Δεν άκουγε τίποτα πέρα από την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άνοιξε αμέσως το φως. Πήγε προς την καρέκλα και την χάιδεψε με το χέρι του. Το μάτι του έπεσε πάνω σε μια τρίχα μακριά και μαύρη σαν το σκοτάδι της αβύσσου. Την πήρε στα χέρια του και την είδε να εξαφανίζεται σιγά σιγά. Κοίταξε το ρολόι του και έδειχνε 3 τα ξημερώματα, χαμογέλασε για μια στιγμή και  πήρε ένα κομμάτι χαρτί και ένα στυλό. Σχεδίασε πάνω ένα τετραγράμματων και κόλλησε το χαρτί πάνω από το προσκέφαλο του. Θα τον φυλούσε για το υπόλοιπο της νύχτας.
 Σηκώθηκε το πρωί αμέσως μόλις έφυγε ο πατέρας του για δουλειά. Έφτιαξε έναν καφέ στα γρήγορα και πήγε αμέσως στην αποθήκη, εκεί που είχε όλα του τα παλιά πράγματα. Κατέβασε την κούτα που έγραφε ¨παιχνίδια¨και έβγαλε από το εσωτερικό της κάποια βιβλία που είχε ορκιστεί πως δε πρέπει να διαβάσει πάλι αλλά κάτι τον κράτησε και δεν τα πέταξε. Το φως τρεμόπαιξε για μια στιγμή αλλά είχαν πάψει να τον τρομάζουν από καιρό τέτοιες καταστάσεις.
 Άφησε πάνω στο γραφείο του να πέσουν τα βιβλία, το ¨Νεκρονόμικον¨,"Το βιβλίο του Ενώχ¨ και  η ¨Σολομωνική¨. Ήταν σίγουρος πως κάπου εκεί μέσα ήταν η απάντηση. Δεν ήταν πρώτη φορά που θα το έκανα αλλά έπρεπε να ήταν η τελευταία σίγουρα.
   Το βράδυ τον βρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι με έναν σωρό από χαρτιά σκορπισμένα στο δωμάτιο. Το χαρτί με το τετραγράμματων πάνω από το προσκεφάλι του ξεκόλλησε και έπεσε ελαφρά στο πάτωμα. Χωρίς να καταλάβει κάτι, συνέχισε να ξεφυλλίζει τις σελίδες και να ψάχνει ώσπου ένοιωσε μια παράξενη αύρα στον χώρο. Τα μάτια του άρχιζαν να σκοτεινιάζουν και ήξερε τι σήμαινε αυτό. Έβγαλε τον σταυρό μέσα από το μπλουζάκι του και το κράτησε σφιχτά. Έκανε να αρχίσει να ψέλνει αλλά δε θα έπιανε καμιά τέτοια μαλακία, αυτή τη φορά. Σηκώθηκε πετώντας τα βιβλία από πάνω του έσκυψε πάνω από το χαλί. Το έπιασε και το σήκωσε με μανία πάνω. Πήγε ως το γραφείο και πήρε ένα μολύβι, όσο ακόμη μπορούσε να δει στο σκοτάδι που τον τύφλωνε.  Έπεσε στο πάτωμα και έφτιαξε έναν μεγάλο κύκλο γύρω του. Φωνές άρχισαν να ακούγονται μέσα στο κεφάλι του. Δεν έπρεπε να τα παρατήσει τώρα, έπρεπε να κρατηθεί για κείνη.
 Άρχισε να ζωγραφίζει σύμβολα μέσα στο κύκλο όταν εμφανίστηκε μπροστά του εκείνη. Χάζεψε για μια στιγμή το πόσο όμορφη είναι αλλά αμέσως κοίταξε και πάλι στο πάτωμα και συνέχισε.
-ΦΥΓΕ ΠΟΥΤΑΝΑ! Της φώναξε και ένας λυγμός βγήκε από μέσα του. Ήξερε πως δεν ήταν εκείνη παρά ένας πειρασμός να βγει από τον κύκλο. Το είδωλο της εξαφανίστηκε χαμογελώντας του πονηρά.
 Δεν είχε ποτέ σκεφεί πως θα ερχόταν μια τέτοια μέρα που θα έπρεπε να το κάνει μόνος του. Όμως εκείνος έφταιγε που τώρα εκείνη είναι νεκρή και δύο μόνο τρόποι υπήρχαν να απαλαχτεί από τις τύψεις του. Ή να πληρώσει εκείνος ή να εκδικηθεί για εκείνην. Πέθανε στα χέρια του όταν εκείνος της ζήτησε να του δείξει πως το κάνει. Ήταν περίεργος να δει τι υπάρχει στην άλλη πλευρά. Δεν ήταν έτοιμος και του το είχε πει όμως τον αγαπούσε και δεν μπορούσε να του χαλάσει χατίρι.¨Η μικρή μου μαγισσούλα είναι νεκρή¨ σκέφτηκε…
-Θα σε γαμήσω καριόλη!
Αμέσως ακούστηκε κάποιος να γελάει μαζί του και θύμωσε ακόμη πιο πολύ. Ήθελε να βγει από τον κύκλο που τον κρατούσε ακόμη ζωντανό και να τρέξει καταπάνω του και να τον χτυπήσει και ας τιμωρείται αιώνια για αυτό, όμως μια εικόνα στην καρδιά του τον κρατούσε ακόμη.
Τώρα χρειαζόταν λίγο αίμα να τρέξει για να υποτάξει τον δαίμονα να τον ακούσει όσα είχε να πει. Δάγκωσε δυνατά το χέρι του πιο πάνω από τις φλέβες, εκεί που το δέρμα είναι ακόμη απαλό και το ξέσκισε με τα δόντια του. Αίμα άρχισε να πέφτει και μια φιγούρα ενός γέρου άντρα βρέθηκε μπροστά του. Ο Ερμής τρόμαξε στο θέαμα του άσχημου γέρου. Με σκισμένα ρούχα και δέρμα που έχει λιώσει πάνω του ενώ τα κόκκαλα του να προκαλλούν στο θέαμα. Η ανάσα του μύριζε θάνατος και το βλέμμα του ήταν κενό.
-Δε βλέπεις τίποτα άλλο πέρα από την είκονα σου μετά από σήμερα, του είπε ο δαίμονας.
-Φέρ΄την πίσω! Του φώναξε χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω του.
-Και; Τι θες να έχεις μια νεκρή μαζί σου ανόητε!
-Δεν πέθανε ποτέ παλιοκαριόλη! Εσύ φταις για ΌΛΑ.
Ο γέρος άρχισε να βηματίζει γύρω από το παιδί γλύφοντας πότε πότε τα χείλη του.
-Εσύ φταις! Εσύ την σκότωσες με την αρρώστια σου για γνώση. Μάθε πως η γνώση δεν είναι για όλους και σίγουρα όχι για ανθρωπάκια σαν εσένα. Και το αντίτιμο της είναι να χάνεις τους δικούς σου ανθρώπους και εσύ να ψοφάς στην μιζέρια όσο οι τύψεις θα σε τρώνε κάθε βράδυ και το πρωί θα πρέπει να σηκώνεσαι περιμένοντας το βράδυ να σε φάνε πάλι. Μάθε πως αυτός θα είναι ένας φαύλος κύκλος για το υπόλοιπο της ζωής σου και η κατάντια σου δεν είναι τίποτα πιο πέρα από ότι υπάρχει μες στο δωμάτιο. Όμως εγώ θα στην φέρω πίσω γιατί εσύ έπρεπε να είσαι στην θέση της.
-Τι θες για αυτό, ρώτησε ο Ερμής γνωρίζοντας ήδη την απάντηση
-Εσένα, του απάντησε και τον έδειξε ο δαίμονας.
-Εντάξει του φώναξε ο Ερμής και βγήκε από τον κύκλο.
Λίγες ώρες μετά ο πατέρας του γύρησε σπίτι. Μπήκε στο δωμάτιο του και είδε την κόρη του. Αμέσως εκείνη ξύπνησε και με ένα άγχος.
-Τι έγινε αγάπη μου σε τρόμαξα; Της είπε ο πατέρας της.
-Όχι, απλώς είδα ένα περίεργο όνειρο, είπε και καθησύχασε τον εαυτό της.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Η ασχήμια της τηλεόρασης

 Δεν συνηθίζω να παρακολουθώ τηλεόραση,ειδικά προγράμματα που υποτιμούν την νοημοσύνη μου.Βέβαια ο καθένας έχει τα βίτσια του και αν εσύ γουστάρεις να βλέπεις σκατά που μεγαλώνουν τον δείκτη μαλακίας σου, και την βρίσκεις με το να γελάς σαν καθυστερημένος που τον έχει πατήσει και νταλίκα,τι να πω; ΨΟΦΑ!
 Θα μπορούσα  να γράφω επ' άπειρον για τα σκουπίδια που μας βομβαρδίζει καθημερινά η τηλεόραση,όμως φοβάμαι πως θα βγάλω τόση χολή που στο τέλος δε θα μείνει καθόλου για μένα.Για σήμερα όμως,θα κάνω την χάρη σε μία μόνο άθλια εκπομπή από τις πολλές να σχολιάσω.Αναφέρομαι στην σούπερ ντούπερ μεγαλύτερη πατάτα-αηδία-εμετός της χρονιάς.
 Θα σας κρατήσω λίγο ακόμη σε αγωνία,έτσι γιατί γουστάρω τα μηχανάκια της AGB να παίρνουν φωτιά............................
.......................................
....................................................

 Και το όνομα αυτής....Patty!!!


 Ναι κυρία μου καλά διάβασες. Αυτή η άσχημη που μυξοκλέγεται όλη την ώρα. Και ξέρω πως θα πεις οτι γίνομαι κακός και άδικος με το αθώο και άμοιρο πλασματάκι αυτό... Όμως μάθε κυρά μου πως η σειρά που υποστηρίζεις, αυτή η αρρωστημένη παύλα ανώμαλη σειρά, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ρατσιστική συν προβλέψιμη. Δε με πιστεύεις; Θα στο αποδείξω με κάτι που ονομάζεται ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ.
 Η ιστορία απλή και φτωχή. Ένα κοριτσάκι σκάει μύτη σε ένα σχολείο και με μεγάλη διαφορά βγαίνει το μεγαλύτερο μπάζο. Άσχημη και αθώα ( όπου αθώος σήμερα = χαζός) ο καθένας την κακομεταχειρίζεται και εκείνη ζητάει και συγνώμη από πάνω,κοίτα το ζώο!
 Σαφώς δεν μπορείς να καταλάβεις που είναι ο ρατσισμός εδώ με το φτωχό σου το μυαλό,αλλά θα στο απλουστεύσω και άλλο. Τα παιδιά σου βλέπουν μια ανάρμοστη συμπεριφορά να διαδραματίζεται μέσα σε ένα σχολείο απέναντι σε μια χαζή και άσχημη και εσύ μετά αναρωτιέσαι γιατί ο γιος σου έκαψε τα μαλλιά της μπροστινής του. Πέρα από αυτό όμως δίνει την ελπίδα σε κάθε τέτοιο real κοριτσάκι που υπάρχει εκεί έξω,να πιστέψει πως μπορεί και εκείνη να ζήσει το παραμύθι σε έναν κόσμο χωρίς κάμερες και σενάριο. Συγνώμη που θα στο πω κοπέλα μου, αλλά για παραμύθια περίμενε στην ουρά πίσω από την κοκκινοσκουφίτσα. Όσον αφορά την προβλεψιμότητα που έχει το έργο αυτό, δεν χρειάζεται να είσαι mentalist για να καταλάβεις πως στο τέλος η χαζή θα γίνει αγαπητή προς όλους, θα τα βρει με την όμορφη Αντωνέλλα και θα τα φτιάξει με το αγόρι που της αρέσει...
Αλλά τι σας λέω; Εγώ δεν είμαι παρά ένας φτωχός και μόνος cow boy σε αυτήν την άγρια πόλη που λέγεται τηλεόραση. Να ξεκαθαρίσω πως δεν ασχολήθηκα με την εμφάνιση της ηθοποιούς που υποδύεται τον χαρακτήρα της Πάτη παρά μόνο με τα φανταστικό αυτό χαρακτήρα που υπεύθυνοι για αυτό είναι οι σεξουαλικά καθυστερημένοι παραγωγοί της ταινίας.