Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Μία απρόσμενη ιστορία


Ένα βράδυ ήμουν στο πάνω δωμάτιο και άκουσα την μητέρα μου να με φωνάζει από την κουζίνα να πάω κάτω. όπως έτρεχα στις σκάλες άκουσα την μητέρα μου πάλι από το πάνω διπλανό δωμάτιο να μου λέει "μην πας κάτω, το άκουσα και εγώ αυτό!"

Ποια από τις δυο φωνές μπορείς όμως να πιστέψεις;

 Ξαφνικά άκουσα τα κλάματα ενός μικρού παιδιού, πετάχτηκα έντρομος και ήμουν σίγουρος ότι κάτω από το κρεβάτι μου μια κόκκινη λιμνούλα ξεπρόβαλε από το κενό. θυμήθηκα πως ήμουν σχεδόν μόνος στο σπίτι και πως είχα κλειδώσει καλά για το βράδυ. Το σπίτι μου ήταν τριώροφο, ένα παλιό τριώροφο που ανήκε στην οικογένεια μου πολλά πολλά χρόνια.
 Η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε και τότε ο μπάτλερ με ρώτησε "είστε καλά, κύριε;" και εγώ απάντησα ένα στεγνό και μισοαδιάφορο ‎"μια χαρά είμαι τζορτζ" και κοίταξα πάλι κάτω αλλά η λιμνούλα είχε εξαφανιστεί.
 Προσπάθησα να καθησυχάσω τον εαυτό μου λέγοντας "ήταν ένας απλός εφιάλτης!" Αλλά θα συνειδητοποιούσα σύντομα πως δεν είχε τελειώσει.
 Είδα τον μπάτλερ να φεύγει και να κλείνει την πόρτα πίσω του και αμέσως έπιασα την κοιλιά μου που σφίχτηκε και ξέρασα ότι είχα φάει την προηγούμενη μέρα. Αλλά στο πάτωμα ήταν ήδη αίμα και σκουλήκια. Ένα βλεφάρισμα και τρίψιμο των ματιών από την ταραχή μου και όλα είχαν εξαφανιστεί.
 Ξέπλυνα το στόμα μου με λίγο νερό και ξάπλωσα αμέσως στο κρεβάτι μου. Σκεπάστηκα γιατί ένοιωθα πως κρύωνα και έκλεισα τα μάτια μου.
 Είδα στον ύπνο μου την μητέρα μου να φωνάζει το όνομα μου. Έτρεξα προς το μέρος της αλλά δεν μπορούσα να την φτάσω γιατί απομακρυνόταν συνέχεια και έτσι τα παράτησα. Τότε άκουσα πάλι το κλάμα του μικρού παιδιού.
 Πετάχτηκα λουσμένος στον ιδρώτα. Κοίταξα το ρολόι δίπλα μου και έδειχνε 3 ακριβώς, τα ξημερώματα. Δεν μπορούσα πλέον να ξεχωρίσω την πραγματικότητα από τις παραισθήσεις. Τι είναι αληθινό και τι είναι ψεύτικο;!
 Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κάτι είδα με την άκρη του ματιού μου να σαλεύει πίσω στις σκιές. Δεν έδωσα σημασία, σίγουρα έχω αρχίσει και τα χάνω. Πήγα μέχρι την τουαλέτα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου.
 Και εκεί την είδα ξανά, στεκόταν ακριβός πίσω μου στην αντανάκλαση του καθρέφτη και με κοίταζε με ένα αθώο βλέμμα, ήξερα πως αν γυρίσω θα χαθεί και έτσι ευχαριστήθηκα την εικόνα αυτή, της μητέρας μου μέχρι να κλείσω τα βλέφαρα μου.
 Στάθηκα για λίγο να την χαζεύω μέχρι που τρεμόπαιξε το φως για λίγο και χάθηκε η εικόνα της. Ω ναι σίγουρα είχα τρελαθεί!
 Ξάπλωσα ξανά στο κρεβάτι μου και με πήρε ο ύπνος αμέσως. Ήθελα πολύ να δω ξανά την μητέρα μου στον ύπνο μου αλλά δυστυχώς δεν έγινε κάτι τέτοιο, αντ' αυτού είδα ξανά τα μαύρα πλάσματα που καίγανε τις σάρκες των ανθρώπων, είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στην κόλαση.
 Ίσως και να ήμουν στην κόλαση, σε μια δική μου, προσωπική κόλαση. ξύπνησα και ήταν βράδυ έξω. Δε ξέρω πόσες ώρες κοιμήθηκα. το στόμα μου είχε στεγνώσει για τα καλά. Δεν ήταν κάποιο αίνιγμα...ήταν εμπειρία ζωής.Μιας ζωής που οι μνήμες της είναι τόσο θολές που αρχίζεις να πιστεύεις ότι δεν ήταν καν δίκη σου. Απλώς υπάρχεις, ότι είσαι μια μαριονέτα κάποιων άλλων, απόκοσμων δυνάμεων.
 Πήγα να πιω λίγο νερό και είδα την ώρα, ήταν απόγευμα αλλά είχε ήδη σκοτεινιάσει ο χειμωνιάτικος ουρανός. Ξαφνικά άκουσα τις καμπάνες του χωρίου να βαράνε πένθιμα. Άκουγα τον θάνατο να χαίρεται μέσα από τον ήχο της καμπάνας. Αλλά ποιανού θάνατος ήταν; Βγήκα στο μπαλκόνι μου και το ελάχιστο φως με τύφλωσε. Δεν το συνειδητοποίησα τότε, αλλά ήταν ο δικός μου θάνατος, και εγώ απλώς θεατής του.
 Ένοιωσα ένα κρύο αεράκι να με χτυπάει... Ανατρίχιασα λίγο. Είδα μια λάμπα απέναντι να σβήνει στον δρόμο, σίγουρα δεν ήταν τυχαίο.
 Ξαφνικά μια μικρή λευκή σκιά φάνηκε κάτω από την λάμπα και κοιτούσε προς έμενα. Μου φάνηκε γνώριμη η μορφή της και ένιωσα την ανάγκη να τρέξω να δω ποιος είναι. Γύρω μου όλα σκοτείνιασαν. Το κρύο δυνάμωνε και το φως του ηλίου χάνονταν απόκοσμα σαν να μην είχε καμιά έννοια ο χρόνος πια. Ομίχλη πύκνωνε παντού γύρω μου, έμοιαζε σαν να κινείται με μια δίκη της λογική και μέσα σε αυτή, ακαθόριστες μορφές που σάλευαν και έμοιαζαν να πλησιάζουν.
 Κράτησα σφιχτά τον σταυρό γύρω από τον λαιμό μου, δώρο της μητέρας μου αυτό και γύρισα πάλι μέσα στο δωμάτιο. Κοίταξα το πορτρέτο της στον τοίχο μου και βγήκα από το δωμάτιο. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός. Βουητό άκουγα στα αφτιά μου, ίσως να είχα αφήσει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή ίσως και όχι.
 Κοίταξα αλλά η μπαλκονόπορτα ήταν κλειστή και το βουητό στα αυτιά μου όλο και μεγάλωνε, τόσο πολύ που δεν μπορούσα πια να ακούσω ούτε την ίδια μου την σκέψη. Είχα πέσει στο πάτωμα από τον θόρυβο και τότε είδα ξανά αυτή τη σκιά στο τέλος του διάδρομου και κράτησα ακόμα πιο σφιχτά τον σταυρό γύρω απ' το λαιμό μου.
 Η μορφή άλλαζε μπροστά στα μάτια μου, από μια ακαθόριστη λευκή σκιά σε μια σιχαμερή μορφή που προσωποποίησε όλους τους φόβους μου. Σχισμένο δέρμα, πληγές που έσταζαν σάπιο αίμα. Μια φιγούρα τυλιγμένη με νεκρικά σάβανα και μαύρους επιδέσμους με μια μαύρη μάσκα να καλύπτει το ότι εξώκοσμο πρόσωπο μπορεί να είχε από πίσω, τόσο τρομαχτική και δυσνόητη παρουσία που το μυαλό μου πληγωνόταν κάθε στιγμή που περνούσε καθώς τα ασημένια μάτια της κοιτούσαν βαθιά μέσα στην ψυχή μου.
Ήθελα να ξεράσω πάλι πεσμένος στο πάτωμα όπως ήμουν... Ένοιωθα το βλέμμα του να μου τρυπάει την ψυχή. Κατευθείαν από την ψυχή μου αυτός ήταν ο δαίμονας μου και τίποτα άλλο.
 Έτρεξα με ότι δύναμη μου είχε απομείνει στον κάτω όροφο του σπιτιού και εκεί αντίκρισα την μητέρα μου για άλλη μια φορά αλλά όχι μέσα από κάποιον καθρέφτη. Στεκόταν εκεί, όρθια, στην πόρτα του δωματίου της με το αγαπημένο της φόρεμα και με χαμογελαστό ύφος μου είπε "έλα εδώ, θα είσαι ασφαλής".
 Κοντοστάθηκα για μια στιγμή νιώθοντας ένα συναίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς πια. Αλλά το ένστικτο μου, μου είπε να κοιτάξω πίσω μου και τότε είδα το σπίτι μου να διαλύετε και τα κομμάτια του να φεύγουν στον ουρανό. Και αυτή η μορφή, ο προσωπικός μου διώκτης, στεκόταν εκεί και εγώ ανάμεσά στον χαμό μου και την λύτρωση μου.
 Άκουσα την σκεπή να ξεκολλάει και το σπίτι όλο τραντάχτηκε. Είδα έξω από τα τζάμια ομίχλη να πνίγει όλο το δρόμο και είμαι σίγουρος πως άκουγα φωνές να ουρλιάζουν κοντά μου. Κοίταξα την μητέρα μου να μου απλώνει το χέρι και τον δαίμονα απέναντι να προσπαθεί να εισβάλλει μέσα μου.
 Τότε ένιωσα ένα ακόμα τράνταγμα στα πόδια μου και είδα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα ποδιά μου και έπεσα σε μια απέραντη μαύρη θάλασσα...προσπαθούσα να φωνάξω αλλά μάταια!
 Ξαφνικά ξύπνησα στο κρεβάτι λουσμένος από τον ίδρωτα μου και το στόμα μου στεγνό...δεν ξερό πια αν βλέπω όνειρο ή είμαι ξύπνιος...δεν ξέρω αν είμαι ζωντανός ή νεκρός...
 Ένιωσα ότι όλα ήταν ένα όνειρο. Φως του ηλίου έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο οπού στον ονειρόκοσμο που ήμουν έμοιαζε ότι είχε πια χαθεί. Έτρεμα καθώς ακόμα προσπαθούσα να ξεχωρίσω το αληθινό από το ονειρικό. Ησυχία επικρατούσε και εγώ ακούνητος στην άκρη του κρεβατιού μου είχα χάσει την όποια αίσθηση της ώρας.
 Η πόρτα άνοιξε αργά και ήρθε σιγά σιγά σε μένα μπουσουλώντας ακόμη. Την πήρα στα χέρια μου και την σήκωσα ψηλά να την δω στο φως. Πόσο της έμοιαζε. Χαίρομαι που έχω κάτι δικό της που είναι και δικό μου. Την άφησα κάτω και την είδα να φεύγει πάλι, η κόρη μου. "Η κόρη μας" είπα και κοίταξα το πορτρέτο στον τοίχο.


  • Σημ: Η ιστορία ξεκίνησε με την πρώτη παράγραφο σας post στον τοίχο του facebook. Η συνέχεια γράφτηκε από εναλλαγές σε posts που έγιναν ανάμεσα σε μένα και σε 2 φίλους μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου